Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Τα απαγορευμένα βύσματα.

Πήραμε προχτές στο mail μας ένα ανώνυμο μήνυμα με το παρακάτω κείμενο με τίτλο "Τα απαγορευμένα βύσματα". Όσοι δεν έχετε πάρει χαμπάρι, πάρτε μια ιδέα εδώ: http://www.routes.gr...1051 Παρότι όταν ξεκινούσε το Πέφτοντας είχαμε πει ότι τα κείμενα που θα δημοσιεύονται θα πρέπει να είναι ενυπόγραφα, θα κάνουμε μια εξαίρεση. Γιατί έτσι γουστάρουμε. Για να σπάσει το κείμενο θα βάλουμε και δυό φωτογραφίες από το αρχείο του Χρήστου (όχι δεν είναι δικό του το κείμενο), που μας είχε δώσει παλαιότερα και να που κολλήσαν τώρα...

ΤΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΒΥΣΜΑΤΑ

Και η ιστορία ξεκίνησε ως εξής: Βαράσοβα απόκριες στα 80ς, για πρώτη φορά εκεί νέος και ψάρακλας. Μόλις έχω κατέβει από τον Πύργο , χαλαρώνω καταγής θαυμάζοντας τα ελεεινά εκείνα καρυδάκια που είχα καταφέρει να αγοράσω μισοτιμής και σε σπασμένα νούμερα κάνα μηνά νωρίτερα από του Κλαουδάτου και που ήδη με είχαν προστατέψει στην πρώτη 10μετρη χύμα μου το προηγούμενο ΣΚ στο Φλαμπούρι, από το οποίο κατέβηκα με σχισμένο τελικά μόνο το ένα κωλομέρι. Κάτι τετραγωνισμένα Camp της συμφοράς θυμάμαι ήταν και ήθελαν βαρίδια να κρεμάσεις για να μη πηδήσουν από τη σχισμή . Αυτά τα εργαλειάκια κείνη τη μέρα με είχαν βγάλει όμως πάνω. Τους ήμουν ευγνώμων για την αυτοπεποίθηση που μου είχαν χαρίσει στην παρθενική μου εμφάνιση στην ορθοπλαγιά αυτή. Παρέα με 3-4 κουδουνάτα εξέντριξ , η καλύτερη παρηγοριά στη θέα των σαπισμένων σχισμόκαρφων που πρόβαλαν αραιά και που για να με τρομοκρατήσουν. Όλες τις σχοινιές επικεφαλής. Τι ικανοποίηση θεοί! Την αρχική έξαψη της επιτυχίας που επιβεβαιώθηκε και από τις θωπείες των παλιοσειρών ακολουθούσε τώρα εκείνη η αποχαυνωτική ανακούφιση που πλημυρίζει το σώμα όταν η μάχη κοπάσει.

Εκείνη τη μέρα ένοιωσα επιτέλους ότι θα κατάφερνα και εγώ κάποια στιγμή να γίνω μέλος της «παρέας», που στο μεταξύ είχε αρχίσει να μεγαλώνει με τους επιβαίνοντες του αλλόκοτου ντεσεβο που μόλις είχε σταματήσει μπροστά κρύβοντας τη θέα από το …φτωχικό κατόρθωμα μου. Το παράξενο με εκείνο το όχημα ήταν καταρχήν το αμάξωμά του, διάφανο από πλεξιγκλας! Το ακόμη πιο παράξενο ήταν οι τύποι που βγήκαν από εκεί μέσα.Πρώτα ο θηριώδης συνοδηγός: μπότες, σπιρούνια και λαχανί κολάν, αμάνικο κολλητό μαύρο μπλουζάκι just climb από το οποίο ξεπρόβαλαν τα πιο φοβερά μπράτσα που είχα αντικρύσει, μακριά ξανθά μαλλιά και καουμπόικο καπέλο, που μαζί με την πορφυρή μπατάνα από κάτω και το μπλαζε ύφος κατάφατσα, συμπλήρωναν αυτό ακριβώς για το οποίο είχαν φτιαχτεί, την εικόνα ενός πραγματικού rock’h’roll θεού! «Ο Τζονυγκοτχισγκαν, ο Τζονυγκοτχισγκαν…» μου ψιθύρισε με δέος ο σύντροφος μου. Και αν δεν τον συγκράταγα εγκαίρως σας ορκίζομαι ότι θα είχε πέσει στα πόδια του να τον προσκυνήσει. «Τι σε φέρνει από εδώ Τζόνυ;» του σφύριξε κάποιος «χμμμ, ήρθαμε να τακτοποιήσουμε μια …μικρή» απάντησε και άρχισε να ετοιμάζεται… για κείνη τη μικρή. Ο Τζονυγκοτχισγκαν, ο gorgeous, ο θεός, ο καλύτερος αναρριχητής της εποχής, στεκόταν εδώ μπροστά μου και ετοίμαζε τα πράγματα του να σκαρφαλώσει! Για την ακρίβεια εκείνη ακριβώς την ώρα προσπαθούσε να βολέψει τα ογκώδη αχαμνά του στο μίνι μπωντριέ που είχε φέρει μαζί του… Αφού τα κατάφερε, άρχισε να αραδιάζει μπροστά μου τον εντυπωσιακό hi-tech εξοπλισμό του. Είχε σακουλάκι ειδικό μαγνησίας, lasportiva παπούτσια, ακόμη και «σετάκια» που μόνο σε περιοδικά είχα δει μέχρι τότε. Το πιο φοβερό όμως ήταν κάτι περίεργες σφήνες με κινητά μέλη, που αργότερα έμαθα ότι τα λένε friends! Θαμπωμένος σύρθηκα να πιάσω ένα στα χέρια μου. «Ψιτ, μικρέ στρίβε» μου έκανε πριν τολμήσω καν να τα αγγίξω. Ταπεινωμένος γύρισα στ’ αυγά μου και η αγαλλίαση εκείνης της «φοβερής» ημέρας εξανεμίστηκε οριστικά και αμετάκλητα. Ζώστηκε έβγαλε το καπέλο και τράβηξε κατά τα βράχια. «Η μέρα θα κλείσει με θέαμα…» φώναξε συγκλονισμένος ο σύντροφος και κίνησε ξοπίσω του, όπως και άλλοι της παρέας, οπότε και εγώ. Βέβαια, ο Τζονυγκοτχισγκαν είχε έρθει να «στείλει» την Αλυτώ, οπότε το υπερθέαμα εγγυημένο.
Ο άλλος που βγήκε από το διάφανο ντεσεβο μπορεί να μην ήταν τόσο εντυπωσιακός σαν τον φίλο του, αλλά αυτός και αν ήταν αλλόκοτος! Ψηλός, κοκαλιάρης, σχεδόν καχεκτικός, με τζιν και ριγέ μπλουζάκι ναυτικό, κατάμαυρος από τον ήλιο και μια γαλανή σπινθηροβόλα ματιά που σε ηλέκτριζε, με ένα μειλίχιο χαμόγελο στα χείλη χαιρέτησε πρώτα την ομήγυρη και ύστερα ξεβρακώθηκε μπροστά μας για να φορέσει ένα ολόσωμο λεοπαρδαλέ κολάν με ουρά και να πάρει στο κατόπι περιπαικτικά τον rockstar φίλο του. «Πσσσσς, ο Τζιμιρεμαλι» μου ανακοίνωσε ο σύντροφος με περίσσεια επιδεκτικότητα και έσπευσε να τον ασπαστεί. Τον μίσησα πια. Είχα ήδη αρχίσει να συμφιλιώνομαι με την φορτική του εμμονή να καταφέρει κάτι για το οποίο δεν είναι φτιαγμένος (…να σκαρφαλώνει δηλαδή) και την σπουδαρχίδικη συμπεριφορά του, που επειδή ήξερε διάφορα νόμιζε ότι είχε γίνει και καλά αναρριχητής και ας μη τολμούσε να πάει βήμα μπροστά, αλλά να γνωρίζει και κάθε διασημότητα του χώρου και να μιλάει με τέτοια οικειότητα μαζί τους, μα πως στο διάβολο το είχε καταφέρει κιόλας. Ευτυχώς, σκέπτομαι λίγο χαιρέκακα τώρα, η αυριανή θα ήταν η τελευταία του ημέρα σε βράχια, οπότε και εγώ θα ησύχαζα. Όμως ναι, ο έτερος ήταν ο θρυλικός σκαπανέας των 70s, Τζιμιρεμαλι, ο πατέρας της ελεύθερης αναρρίχησης αυτοπροσώπως, όχι απλός θεός, ημίθεος του λένε! «Χωρίς αυτόν θα ήμασταν ένα τίποτα…» με διαβεβαίωσε με κάθε επισημότητα ο άσπονδος φίλος μου, «αυτό δηλαδή που εγώ νοιώθω αυτήν ακριβώς τη στιγμή» του απάντησα σαρκάζοντας και σταμάτησε πια η όποια επικοινωνία μεταξύ μας. Το βράδυ μάλλον θα την έβγαζα μόνος.

Ο Τζονυγκοτχισγκαν τελείωσε τη μαλμπουριά, δέθηκε στα σχοινιά του, τεντώθηκε με διάφορες κινήσεις (αργότερα πάλι θα μάθαινα ότι αυτές λέγονται «διατάσεις» και ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται από τους αναρριχητές πριν τη δράση), έφτιαξε με κόπο τα στενά του παπούτσια και ξεκίνησε να καταφέρει τη …μικρή. Με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις ξεμπέρδεψε με τα πρώτα πιο εύκολα μέτρα και έφτασε στο ρελέ. «Ασφαλίζω» και να ‘σου ο Τζίμις με την ουρά της λεοπάρδαλης να κουνιέται χαριτωμένα στον ισχνό πισινό του να καταπίνει με νευρικότητα την απόσταση που τον χώριζε από τον σύντροφό του. Η επόμενη ήταν η δύσκολη και ο ρωμαλέος Τζόνυ θα ξεκινήσει με την απαραίτητη αυτοπεποίθηση. Τώρα είναι έτοιμός να πιάσει το τακάκι πάνω από τη μικρή στέγη για να τραβηχτεί δεξιά, αλλά δεν θα τα καταφέρει έτσι εύκολα. Με επιδεξιότητα θα ανοίξει τα χέρια και θα κρεμαστεί στο σχοινί, ξεφυσώντας ένα βλοσυρό «shit» αποδοκιμασίας συμπληρώνοντας «κόβει πολύ η άτιμη», για να πάρει αμέσως την πρέπουσα απάντηση από τον φίλο του «τι …shit ρε μαλάκα, σκατά το λένε». Ο θεός έπεσε! Εντάξει μπορεί να μην ήταν και στα καλύτερα του και να έκοβε πολύ η άτιμη…
Το βράδυ γύρω από τη φωτιά η συζήτηση έχει ανάψει με πρωταγωνιστή βέβαια τον Τζιμιρεμαλι και αντικείμενο τι άλλο, τις φοβερές του περιπέτειες στα βουνά. Ρουφάμε το χασίσι και τα παραμύθια του αποσβολωμένοι, τι ωραία είναι και τα δυο! Γκιώνα, Όλυμπος, Γκαμήλα, Άλπεις, ο τύπος έχει ζήσει όλα αυτά για τα οποία νομίζω ότι γεννήθηκα. Νοιώθω τόσο μικρός και μόνος. Πεινάω, ο σύντροφος μου δεν με κέρασε από την χορτόπιτα της γιαγιάς του, τη ξόδεψε στις διασημότητες και τον μισώ ακόμη πιο πολύ, λουφάζω στη γωνιά μου και ακούω, τι άλλο δηλαδή να κάνω… Ο Τζίμι αρχίζει να καταρρέει και τη σειρά αναλαμβάνει ο Τζονυγκοτχισγκαν με ένα επιβλητικό ρέψιμο αντάξιο των τόσων Άμστελ που έχει ήδη καταναλώσει. «Καλά μας τα λες ρε Τζιμι, αλλά το ζήτημα είναι αλλού, η αναρρίχηση πρέπει να ανοίξει στον κόσμο» και αρχίζει λοιπόν να αναπτύσσει την κοσμοθεωρία του: διαδρομές για όλους και παντού σε κάθε γωνιά της χώρας, εύκολα προσβάσιμες και ασφαλείς (!), ειδικευμένη  προπόνηση και σχολεία αναρρίχησης, να βγει ο κόσμος να ανέβει το επίπεδο, αυτή είναι η εξέλιξη «και αυτό θα πρέπει να γίνει από εδώ, εδώ και τώρα!» και να σου βγάζει από ένα σάκο το όπλο του: ηλεκτρικό τρυπάνι! Σοκ και δέος η παρέα, τι ήταν αυτό που αντίκριζαν τα μάτια μας; «Η τελική λύση», «μάγκες μου, τρυπάει τον βράχο σαν βούτυρο και σε 2-3 λεπτά έχεις έτοιμο το βύσμα». Βύσματα! Τα γνώριζα από τη σύντομη θητεία μου στη Σπηλαιολογία, τα είχα δει και σε βράχια, λίγα σκορπισμένα στις πιο δύσκολες διαδρομές, εκεί που θεωρητικά δεν έπαιρνε τίποτε άλλο. Βάσανο όμως η τοποθέτηση τους με καλέμι και πανάκριβη η αγορά τους από τα μαγαζιά, χώρια που συνοδεύονταν με πλακέτες που δεν υπήρχαν τότε στο εμπόριο και έπρεπε να στις φτιάξει κάποιος. «Μαλακίες ρε Τζόνυ, εσύ μου φαίνεται θέλεις να κάνεις την αναρρίχηση για τους άχρηστους, βάζεις μπροστά το τρυπάνι γαζώνεις και πας οπουδήποτε, αυτή δεν είναι η αναρρίχηση, είναι μαλακία» ο Τζίμις ξύπνησε, ο Τζόνυ ανταπάντησε και να σου που αναπάντεχα βρέθηκα στο πρώτο βαρβάτο ντιπειτ για τα βύσματα σε ελληνικό έδαφος. Το σχέδιο του Τζόνυ είναι να πάει την επομένη στα σπασμένα να γαζώσει μια εύκολη για τους νέους. «Ποιους νέους ρε μαλάκα, για τους ηλίθιους θα την κάνεις» ο Τζιμιρεμαλι δεν θα πειθόταν και τόσο εύκολα, ο Τζόνυ ανυποχώρητος και αυτός, και το αποτέλεσμα τελικά ήταν οι δυο μας ήρωες να γυρίσουν Αθήνα σε ξεχωριστά αυτοκίνητα για μια ακόμη φορά και να γραφτεί ένα γουστόζικο άρθρο για το τρυπάνι σε αναρριχητικό περιοδικό της εποχής.

Ο Τζόνυ πάντως την επομένη θα προλάβει να πάει να βάλει κάποια βύσματα στα σπασμένα της Βαράσοβας. Συνεπαρμένος ο φίλος μου, θα με παρασύρει να δοκιμάσουμε την καινοτομία. Τώρα, κρεμόμαστε και οι δυο σε ένα 8ρακι βύσμα πλαισιωμένο με τσίγκινη πλακέτα στο ρελέ. Μας φτάνει, έτσι νομίζουμε και μας περισσεύει! Νοιώθουμε  έτοιμοι για τα πάντα. Η επόμενη σχοινιά είναι του συντρόφου, το φρεσκοβαλμένο βύσμα 3-4 μέτρα παραπάνω τον καλεί να το χαρεί. Αυτός δεν θα τολμήσει βήμα από το ρελέ.

ΥΓ Η ιστορία είναι αληθινή. Τίποτε από όσα περιγράφονται δε συνέβησαν στην πραγματικότητα.

4 σχόλια:

slow loris είπε...

χεχε..οσο καλυμενα κι αν ειναι τα ψευδωνυμα..οι επιβατες του 2cv γνωστοι..

Mitso είπε...

Μήπως ήσουνα και συ σε καμιά γωνία μπάρμπα-Λόρις?

slow loris είπε...

μπαα..τα κολαν και τα τρυπανια στην αρχη τα εβρισκες απο ενα γεωγραφικο πλατος και κατω..και τα μποντριε επισης.

Ανώνυμος είπε...

στην αρχή...
μετά γέμισε ο τόπος τρυπανοφόρους, γαμώ το σπίτι τους.

 
Number of unique visits: