Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Dru + Ksilo.

Κείμενο: Δημήτρης Δασκαλάκης/Φωτό: Θωμάς Κυτίπης-Δ.Δ.

Μια μικρή περιγραφή της διαδρομής που κάναμε με τον Θωμά με μπόλικες φωτογραφίες,σχεδόν όλες του Θωμά, για να σας προτρέψουν για την επόμενη χειμερινή σαιζόν (όπως λέμε καλοκαιρινή σαιζλόνγκ). Χωρίς σάλτσες με επικίνδυνες σχοινιές και εκτεθειμένα περάσματα μιας και αυτά δεν υπήρχαν.
Φωτο 1: Η πρόσβαση.
Μεσημέρι λοιπόν φεύγουμε από το σπίτι, μεσημέρι φτάνουμε στο Cham, μεσημέρι παίρνουμε το τελεφερίκ του Γκράντ Μοντέτ (γαλλιστί), μεσημέρι παίρνουμε τον κατήφορο, προς τη βάση της ορθοπλαγιάς, (φωτό 1) ο οποίος περιλαμβάνει λίγη καταρρίχηση σε μικτό πεδίο, ένα μεγάλο 45μοιρο λούκι και την πολύ εύκολη διάσχιση του παγετώνα Ναν Μπλάνκ. Λίγη ανηφορίτσα στο τέλος και νάσου στη βάση. Απόγευμα πλέον στήνουμε αντίσκηνο, χωρίς μπανέλες γιατί είμαστε φαστ εντ λάιτ και όχι γιατί τις ξέχασα, κάνουμε την πρώτη σχοινιά (φωτο 2) πριν νυχτώσει και κατεβαίνουμε αφήνοντας τα σχοινιά να κρέμονται, τρώμε ασκητικά (φώτο 3,4) σαν τους Βατοπεδίτες ένα πράμα, και πέφτουμε για ύπνο. Αύριο ο Θωμάς μου το έχει υποσχεθεί ή μάλλον το έχει απαιτήσει εκβιαστικά, να πάω τις πρώτες 17 σχοινιές μπροστά.
Φωτο 2: Η πρώτη σχοινιά.
Φωτο 3, 4: Το Ασκητικό Γεύμα.
Ξυπνάμε στις 3 φεύγουμε στις 4, αφού ξεστήσουμε το αντίσκηνο και το αφήσουμε εκεί μιας και θα ξαναπερνούσαμε από εκεί [1] και ξεκινάμε το σκαρφάλωμα που όντας τοπ-ρόουπ θα μας ζεστάνει σταδιακά. Ακολουθούν 3-4 εύκολες σχοινιές σε 50μοιρο μεικτό πεδίο που τις πήγαμε παράλληλα και φτάνουμε κάτω από τα δύσκολα. Μόλις έχει ξημερώσει και είμαστε πολύ χαρούμενοι που είμαστε ράιτ ον τάιμ πράγμα αρκετά σημαντικό. Συνεχίζουμε με άλλες 14 σχοινιές μεικτού σκαρφαλώματος μέχρι Μ6 ελεύθερα συν ένα Α2 σε μια σχοινιά. Για το Α2 δεν παίρνω και όρκο. Η σχοινιά γνωστή και ως φυσούρα Λαμπέρτ αποτελεί την πιο όμορφη σχοινιά της πρώτης μέρας (φωτό 5,6.) Στη συνέχεια η σχοινιά με το καλοκαιρινό Α1 (φωτό 7) και μετά σειρά του Θωμά. 2 σχοινιές μας βγάζουν στο άις-φίιλντ και άλλη τραβέρσα μας οδηγεί κάτω από την τελευταία σχοινιά για σήμερα. Αυτή χάρη σε ένα μικρό λαθάκι θα μας βγάλει κάτω από κάτι διόλου όμορφα ντουβάρια, αλλά με ένα ραπελάκι και άλλη μια σωστή σχοινιά θα βρεθούμε στο πατάρι της 21ης την οποία ο Θωμάς θα κάνει και θα αφήσει τα σχοινιά για την επόμενη ημέρα.
Φωτο 5: Η Φυσσούρα Λαμπέρτ.
 Φωτο 6: Ο Θωμάς στη Λαμπέρτ.
 Φωτο 7: Η σχοινιά Α1, Μ6.
Απολογισμός πρώτης ημέρας λοιπόν: 21 σχοινιές, ωραίο σκαρφάλωμα, κάποιες δύσκολες κάποιες όχι, και μάλλον θα μπορούσαμε να είχαμε και κάνα φρεντάκι παραπάνω για να είμαστε σούπερ σέιφ (αν και αυτό μάλλον δεν υπάρχει.)
Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα ωραίο άνετο πατάρι για μπιβουάκ. Η ιδέα να ενώσουμε τους υπνόσακους και να βάλουμε τα κάρυματ μέσα από το διπλό μπίβισακ θα αποδειχθεί μαλακία, καθώς όλο το βράδυ γλιστρούσαμε. Το φαΐ, αφυδατωμένη μπολονέζ, θα κάνει τον λίγο στρεσαρισμένο Θωματζίκο να ξανανιώσει και στη συνέχεια και καλά ύπνος μέχρι της 4.
4 ξυπνάμε 5 παρά φεύγουμε, η πρώτη σχοινιά είναι φιξαρισμένη από χτες και από εδώ και πάνω Ντρού και Ξύλο. Ούτε μια εύκολη σχοινιά (φωτό 8). Με δυο τρεις να σου πίνουν το αίμα. Να σου από πίσω μας και δυο Γάλλοι, Σαμονιάρδοι οδηγοί, που όπως με ενημερώνει με μπλαζέ ύφος ο Θωμάς κάνουν τα πάντα τεχνητά. 4-5 σχοινιές παραπάνω θα σταματήσουμε να τους περιμένουμε και για ανταπόδοση μιας και άργησαν αρκετά ακολουθούμε για μια σχοινιά σαν δεύτεροι με το ένα σχοινί τους. Στη συνέχεια αρχίζουν οι ερωτήσεις, ή μάλλον για την ακρίβεια Η ερώτηση: Ρε Μήτσο πόσες σχοινιές ακόμα????. Η κακή μετάφραση του αγγλικού κειμένου μαζί με τα άριστα μαθηματικά μου θα έχουν ως αποτέλεσμα η απάντηση να είναι για αρκετή ώρα: Δύο το πολύ τρεις ρε Θωμά.
Κάπου εδώ θα μας ενημερώσουν οι ΝΤΟΠΙΟΙ ΟΔΗΓΟΙ, ότι η κατάβαση από το Βόρειο Κουλουάρ δεν είναι σε καμία περίπτωση εφικτή και πως θα έπρεπε να τους ακολουθήσουμε από την νότια πλευρά και να ξαναέρθουμε για το αντίσκηνο μας αλλά αν μπορούμε και για τα δικά τους σκι. Μας επιβεβαίωσαν δε για αυτό και οι δύο.[2]
Φωτο 8: Η Φυσσούρα Μαρτινέτι.
Τελικά κάνοντας και την 34η σχοινιά, 14η για σήμερα θα βρεθούμε σε ένα απίστευτο πατάρι με σκεπή. Αυτό το σημείο της ορθοπλαγιάς αποτελείται από χαλαζία, πέτρωμα πιο σαθρό από τον γρανίτη το οποίο έχει φύγει αφήνοντας ένα καταπληκτικό σκεπασμένο μπαλκόνι πλάτους 10 μέτρων και βάθους 2 με 3 στο οποίο σχεδόν στέκεσαι όρθιος (φωτό 9,10,11.) Είμαστε 40 μέτρα κάτω από την κορυφή και επιτέλους τρώμε και την πέφτουμε για ύπνο παρόλο που είναι μόλις 16.30. Από αυτό το πατάρι χάρη και πάλι στη σαθρότητα του χαλαζία, μία τρύπα από την οποία ο Admin δεν χωράει, (φωτό 12) βγάζει στη νότια πλευρά και με δυο σχοινιές τραβέρσα ξεκινάνε τα ραπέλ αλλά αύριο. Αυτό το εξαιρετικό μπιβουάκ οι οδηγοί θα το χάσουν κάνοντας μια σχοινιά λάθος προς τα δεξιά του. Υπολογίζουμε όμως πως θα τους δούμε αύριο στα ραπέλ [3].
Φωτο 9: Στο πατάρι Χαλαζία.
Φωτο 10: Μπιβουάκ στο πατάρι.
Φωτο 12: Η τρύπα-Crux. (Σημ. Admin: Σίγουρα χωράω... με την κατάλληλη χρήση εκρηκτικών!)
Στις 5 το πρωί ξυπνάμε, τραβερσάρουμε και ραπελιάζουμε, άλλοτε από τέλεια ρελέ και άλλοτε από ιμάντες από τους οποίους μόνο από τσιγκουνιά κατεβαίνει άνθρωπος. Με μπόλικα ραπέλ και έχοντας αφήσει μόνο έναν ιμάντα και ένα καρύδι βρισκόμαστε στο παγετώνα Σαρπούα και με ακρίβεια άγγλων σε δυόμιση ώρες θα είμαστε στο τρενάκι Μοντενβέρς για Σαμονί (φωτό 13,14,15.)
 
 Φωτο 13, 14: Στο αμάξι μετά την διαδρομή, ο Θωμάς και ο Johnny το Μπρατσόνι.
Φωτο 15 (bonus): Μπιβουάκ από την πρώτη προσπάθεια, 5 μέρες πριν.
[1], [2], [3] Υ.Γ. Οι οδηγοί δεν εμφανίστηκαν ποτέ, και σε τηλεφωνική μας επικοινωνία μας ενημέρωσαν ότι κατέβηκαν από το Βόρειο Κουλουάρ, αλλά βέβαια δεν πήραν τα δικά μας πράματα παρά μόνο τα δικά τους, αντίθετα με ότι μας είχαν ζητήσει σε περίπτωση που κατεβαίναμε εμείς από εκεί. Δεν ξέρουμε αν πραγματικά άλλαξαν τελευταία στιγμή γνώμη ή απλά δεν μας ήθελαν μαζί τους στα ραπέλ, αλλά το αντίσκηνο μας βρίσκεται ακόμα εκεί καθώς έκτοτε έβαλε πολύ φρέσκο χιόνι ή κάποιος μας το πήρε. Τους ευχαριστούμε.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Μια ανάμνηση με το Jibe.

Κείμενο: Νίκος Τσαβδάρης/Φωτό: Ν.Τ./Θ.Χ.

Παλιότερα συνήθιζα να γράφω σε κάτι σαν ημερολόγιο τις πιο έντονες περιπέτειες που ζούσα στα βράχια. Έχω να γράψω καιρό τώρα όμως, γιατί δεν έχω ζήσει κάτι έντονο τα τελευταία 2-3 χρονιά. Μάλλον γιατί δεν σκαρφαλώνω και πολύ. Το κάτι σαν ημερολόγιο καταχωνιάστηκε σε κάτι κουτιά με περιοδικά και ξεχάστηκε στη σοφίτα για κάποιο καιρό, οπού το ξαναβρήκα πριν από κάνα μήνα και το διάβασα μετά από χρόνια. Ανάμεσα στις υπόλοιπες ιστορίες ήταν και αυτή.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2003 στο Οροπέδιο των Μουσών στον Όλυμπο με τον Jibe και τον Μιχάλη περιμέναμε τον Κώστα, πρώην συνέταιρο του Μιχάλη στο καταφύγιο Χ. Κάκαλος, να τον αντικαταστήσει στα καθήκοντα του για να πάμε να σκαρφαλώσουμε. Υποτίθεται ότι ο Κώστας θα ερχόταν κατά τις 11-12 το πρωί.

Το σχέδιό μας ήταν η επανάληψη της "Πλάκας του Zerf", μιας εύκολης διαδρομής 12 σχοινιών μέσα στα Καζάνια την οποία είχα ξανακάνει 2-3 φόρες με διάφορες παραλλαγές το 2002. Υπολόγιζα ότι χρειαζόταν περίπου 4-5 ώρες για την πρόσβαση, το σκαρφάλωμα και την επιστροφή. Επειδή νύχτωνε κατά τις 9, θεωρήσαμε ότι μας έπαιρνε χαλαρά ο χρόνος αν ο Κώστας ερχόταν στην ώρα του.

Τελικά ήρθε στις 2 και μισή περίπου και καθώς είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος στο καταφύγιο δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του και έτσι ο Μιχάλης θα έπρεπε να μείνει πίσω.

Πάρα το ότι η ώρα ήταν περασμένη εγώ θεωρούσα ότι προλαβαίναμε χαλαρά και ότι δεν υπήρχε λόγος να μην πάμε, o Μιχάλης τότε γκρίνιαξε λίγο γιατί δεν ήθελε να μείνει στο καταφύγιο ενώ εμείς θα σκαρφαλώναμε.

-Που θα πάτε ρε, 3 κοντεύει η ώρα δεν θα προλάβετε.
-Θα προλάβουμε ή όχι, ρώτησε ο Jibe.
-Χαλαρά προλαβαίνουμε, ειδικά τώρα που θα είμαστε και δυάδα θα πάμε πιο γρήγορα.
-Δεν θα προλάβετε, καθίστε εδώ.
-Ξεκόλλα ρε Μιχάλη δεν θα φύγουν τα βράχια, θα πάμε ξανά κάποια άλλη φόρα.

Τελικά περίπου στις 3 ξεκινάμε για τη διαδρομή και προς το παρόν τίποτα δεν προμήνυε τι θα γινόταν σε 3 ώρες από τώρα. Ο καιρός είναι τζάμι, ουτε ένα σύννεφο προς το παρόν και από τη ζέστη οι χιονούρες κάτω από το Μύτικα τρέχουν αρκετά.
 Φωτό: Η χιονούρα κάτω από τη Zerf.
Ευτυχώς η ζέστη είχε μαλακώσει αρκετά τη χιονούρα κάτω από τη διαδρομή και με τα αθλητικά παπούτσια που φοράμε κινούμαστε πάνω της εύκολα. Φτάνοντας όμως στη ριμέ ανακαλύπτουμε ότι είναι αρκετά μεγάλη και μας παίρνει ώρα να την περάσουμε, ειδικά ο Jibe που το ύψος του δεν τον βοηθά και πολύ σε κάτι τέτοιο.
 Φωτό: Το πέρασμα της ριμέ.
Είναι 4 περίπου όταν ξεκινάμε το σκαρφάλωμα και θεωρούμε ότι κατά τις 6 μισή θα είμαστε πάνω, κάτι που θα γινόταν άμα όλα πήγαιναν καλά.
Πράγματι μέχρι τις 6 παρά 10 έχουμε σκαρφαλώσει τις 8 πρώτες σχοινιές με ανάπτυγμα κοντά 400 μέτρα και ο Jibe ετοιμάζεται να ξεκινήσει την 9η η οποία είναι και η πιο σοβαρή της διαδρομής. Πλάκα 25 μέτρων με 2 παλιά σκουριασμένα καρφιά στα πρώτα 15 μέτρα που δεν παίρνει κάτι άλλο, ίσως κάνα καρφί ακόμα που όμως δεν είχαμε. Ακολουθεί το δύσκολο της πέρασμα γύρω στο V και μετά παίρνει καλό καρυδάκι και η δυσκολία μειώνεται.

Κάτι έχει αλλάξει όμως στο ηλιόλουστο καλοκαιρινό σκηνικό που υπήρχε 2 ώρες πριν. Εδώ και μισή ώρα περίπου σύννεφα μαζεύονται από τα δυτικά και πλέον είναι από πάνω μας έχοντας πάρει ένα μαύρο απειλητικό χρώμα. Παρόλα αυτά δεν φυσάει καθόλου ούτε και ακούγονται βροντές ακόμα.

-Νίκο κάτι μου λέει ότι θα βρέξει.
-Jibe κάνε γρήγορα, άμα περάσεις τα επόμενα 20 μέτρα μετά δεν μασάμε από βροχή.

Ο Jibe ξεκινάει αλλά μόλις φτάνει στο πρώτο καρφί ακούγεται μια βροντή. Αμέσως αρχίζει να φυσάει και να βρέχει, όλο και πιο δυνατά, oπότε και κατεβαίνει ένα μέτρο πιο κάτω σε παταράκι και περιμένει. Μετά από 10 λεπτά η βροχή σταματά απότομα.

-Μάλλον αυτό ήταν, θα περιμένω εδώ λίγο για να ψιλοστεγνώσει ο βράχος και ξεκινώ.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει όμως την πρότασή του και αρχίζει να πέφτει χαλάζι σε μέγεθος στραγαλιού. Μετά από μισό λεπτό το γυρνά σε βροχή. Tην επόμενη ώρα θα βρέχει, πότε δυνατά πότε πιο χαλαρά, θα το γυρνά για λίγο σε χαλάζι και θα φυσάει συνεχώς. Βροντές θα ακούγονται κατά διαστήματα χωρίς ευτυχώς να πέφτουν κεραυνοί στα Καζάνια.

Μετά από κάνα εικοσάλεπτο έχω μουσκέψει μέχρι το κόκκαλο και ο αέρας με παγώνει. Έχω κάτσει πάνω στα σχοινιά για να μην είμαι και τόσο εκτεθειμένος στον αέρα αλλά δεν βοηθά και πολύ. Το παλιό αδιάβροχο που φοραώ έχει ποτίσει εντελώς και πλέον κρατάει το νερό μέσα αντί για έξω. Ο Jibe παρόλο που φοράει καλύτερα ρούχα από μένα είναι σε χειρότερο σημείο. Από πάνω του υπάρχει μια στέγη και όσο νερό κυλά από πάνω της ο αέρας το στέλνει επάνω του. Μετά από μια και βάλε ώρα ο Jibe αποφασίζει να κατεβεί στο ρελέ. Τρέμει ολόκληρος. Καθόμαστε πάνω στα σχοινιά ο ένας κολλητά στον άλλο προσπαθώντας να ζεσταθούμε και τρώμε το μισό Twix που μας έχει μείνει περιμένοντας να σταματήσει η βροχή.
Κατά τις 8 η βροχή σταματάει, ο αέρας συνεχίζει να φυσάει και ελπίζουμε ότι ο βράχος σύντομα θα στεγνώσει. Στο βάθος προς τα δυτικά φαίνεται ότι ο καιρός ανοίγει. Η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά και το τρέμουλο αρχίζει ξανά. Ο Jibe προσπαθεί να στρίψει τσιγάρο. Θα σκίσει τα 6 πρώτα χαρτάκια πριν τα καταφέρει.
Σε λίγο κάποιοι που έχουν ανησυχήσει για την τύχη μας εμφανίζονται στη σάρα κάτω από το Στεφάνι. Κάτι φωνάζουν αλλά δεν τους ακούμε λόγω του αέρα. Σε μια διακοπή του συνεννοούμαστε κάπως και τους λέμε ότι είμαστε καλά και ότι θα βγούμε πάνω.
Κατά τις 8 και μισή ο βράχος είναι σχετικά στεγνός και σκαρφαλώσιμος και εμείς είμαστε έτοιμοι για δράση. Το ίδιο όμως και ο καιρός. Αρχίζει πάλι να ψιλοβρέχει.

Συζητάμε για το τι θα κάνουμε. Πάνω ή κάτω? Ο Jibe λέει κάτω, ενώ εγώ να περιμένουμε και να βγούμε πάνω, έστω και νύχτα. Από το μίνι συμβούλιο που ακoλούθησε πρόεκυψαν τα εξής.

Το κάτω ήταν κάπως δύσκολο καθώς η διαδρομή τότε είχε μόνιμες ασφάλειες μόνο στα R2,R3,R8,R9,R10,. Υλικά πολλά δεν είχαμε για να αφήσουμε, μια σειρά καρύδια και 2 friend μόνο, καθόλου καρφιά και στα 100 τελευταία μέτρα θα έπρεπε να βγούμε εκτός διαδρομής, καθώς υπήρχε μια τραβέρσα σχεδόν 100 μέτρων στη διαδρομή, και να παρακάμψουμε τα R2,R3. Αφού τελειώσουμε τα 5-6 ραπέλ στην ορθοπλαγιά θα πρέπει να κάνουμε ραπέλ και στη χιονούρα αν μας έμεναν καθόλου υλικά, αλλιώς να περάσουμε τη ριμέ και να κατεβούμε με αθλητικά παπούτσια περίπου 70 μέτρα χιονούρας με κλίση 20-30 μοίρες που μάλλον την στιγμή που θα φτάναμε θα ήταν παγωμένη.

Το πάνω ήταν σαφώς πιο απλό. Σκαρφαλώνουμε τα 25 επόμενα μέτρα, μετά περπατάμε τα επόμενα 100, σκαρφαλώνουμε άλλα 15 και βγαίνουμε ακριβώς πάνω στο μονοπάτι. Το μόνο που μένει είναι να στεγνώσει κάπως ο βράχος.
Η τελική απόφαση ήταν να περιμένουμε λίγο ακόμα μπας και μας κάνει τη χάρη ο καιρός.

Κατά τις 9 παρά ο Jibe λέει πως ήρθε η ώρα να κάνουμε αυτό που έπρεπε να είχαμε κάνει 3 ώρες πιο πριν. ΡΑΠΕΛ.
-Εδώ και μισή ώρα παραπονιόμαστε για το κρύο και την πείνα, θα ταλαιπωρηθούμε άσχημα άμα δεν φύγουμε από εδώ. Επειδή πάνω δεν μας βλέπω να πηγαίνουμε η μόνη λύση είναι κάτω. Λύσου.
Σε δευτερόλεπτα η βροχή σταματάει. Ο αέρας συνεχίζει να φυσάει. Μέχρι να λυθούμε, να οργανώσουμε το ραπέλ και πριν ρίξουμε τα σχοινιά ο βράχος ψιλοστέγνωσε.

-Ρε Jibe μήπως να την κάνουμε αμέσως για πάνω.
-ΟΚ, αλλά θα πας εσύ μπροστά που ξέρεις και τι παίζει.
Αμέσως ξαναδένομαι και ξεκινώ το σκαρφάλωμα. Σκέφτομαι το ζεστό πιάτο φαί και το στεγνό κρεβάτι που με περιμένουν στο καταφύγιο άμα την σκαπουλάρουμε από εδώ και προσπαθώ να είμαι προσεκτικός και γρήγορος παρόλο το μούδιασμα που νιώθω σε όλο μου το σώμα από το κρύο. Φτάνω στο 2ο καρφί και εκεί ακριβώς αρχίζει να ξαναβρεχει.
Έλα ρε πουτάνα ζωή μη μου το κάνεις αυτό σκέφτομαι.
-Κάνε γρήγορα , πέρνα το πριν βραχεί το πέρασμα.
 Φωτό: Η 9η σχοινιά της Zerf. 
Στα γρήγορα κάνω το πέρασμα με τις τριβές με την ψυχή στο στόμα και βρίσκομαι στο παταράκι πιο πάνω και δεξιά βάζοντας το καρυδάκι. Η βροχή δυναμώνει αλλά δεν με νοιάζει, απέχω 5 μέτρα από το ρελέ και είναι σχεδόν περπάτημα. Τίποτα πλέον δεν θα μπορέσει να μου στερήσει το ζεστό πιάτο φαί και το στεγνό κρεβάτι που σκεφτόμουνα. Ασφαλίζομαι και φωνάζω στο Jibe "ρελέ", αλλά από τον πολύ αέρα μας παίρνει ώρα μέχρι να συνεννοηθούμε.
Οι τελευταίες 3 σχοινιές δεν μας προβληματίζουν καθόλου και λίγο πριν τις 10 είμαστε και οι δυο στην κορυφή. Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, πεινασμένοι ταλαιπωρημένοι αλλά με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά.
Ένα κεφαλοκλείδωμα από το Jibe αντί για αγκαλιά ένα "κουφάλα κοντέ" από μένα αντί για τα συγχαρητήρια και δρόμο γιατί άρχισε να ξαναβρέχει και να ρίχνει κεραυνούς προς τον Καλόγερο.
Φτάνοντας στην νοτιοανατολική κόψη του στεφανιού βλέπουμε ένα φακό έξω από τον Κάκαλο, σε λίγο οι φακοί αυξάνονται και ακούγονται φωνές. Φτάνοντας στο καταφύγιο ο Τσιαντός μας υποδέχεται παίζοντας κιθάρα και οι υπόλοιποι με γέλια και φωνές. Στην κουζίνα ο Μιχάλης μας πειράζει λέγοντας ότι έπρεπε να τον είχαμε ακούσει και μας δίνει από ένα πιάτο μακαρονάδα με κόκκινη σάλτσα.
Έπρεπε αλλά...
Ήταν η πρώτη φόρα που σκαρφαλώσαμε με το Jibe και έτυχε να είναι περιπετειώδης, αλλά όχι η πρώτη φόρα που έπιανε κακοκαιρία σε διαδρομή κάποιον από τους δυο μας. Δυο εβδομάδες πιο πριν σκαρφαλώνοντας το Μάτι σε χωριστές σχοινοσυντροφιές και με μισή ώρα διαφορά στην εκκίνηση εγώ την γλύτωσα και ο Jibe έφαγε την καταιγίδα στα ραπέλ .Αλλά να που ήταν γραφτό να κάτσουμε κολλητά σε ένα πατάρι τουρτουρίζοντας και μούσκεμα από τη βροχή να αγναντεύουμε τα Καζάνια.

Alley Jibe.

Σημείωση Πέφτοντας: Οι φωτογραφίες είναι άσχετες χρονικά με το κείμενο. Ο Γιάννης είναι στο Σπηρούνι του Άθωνα τον Απρίλιο του 2004, οι φωτογραφίες από τη Zerf είναι από μιά επανάληψη τον Αύγουστο του 2005 από τους Μανώλη, Γιάννη, Μιχάλη και Θόδωρο και η χάραξη του Νίκου πρόσφατη. Απλά μπήκαν για να "σπάσει" το κείμενο...

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

6 χρόνια χωρίς το Γιάννη.

Σαν σήμερα πριν από 6 χρόνια έφυγε ο Γιάννης. Πέρσυ τέτοιο καιρό ο Μιχάλης είχε γράψει ένα όμορφο κείμενο. Μπορείτε να το (ξανά?)διαβάστε εδώ (κάνε κλικ!)...

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

We're not the masters.

Απλά παρακολουθήστε το βίντεο μέχρι το τέλος.

Quiz με (όχι και τόσο) πλούσια δώρα...

...κρίση έχουμε παιδιά, μου θέλετε και πλούσια δώρα!

Λοιπόν το Quiz έχει ως εξής. Όποιος μας πει ποιός είναι ο εικονιζόμενος ηλικιωμένος κύριος, που θαυμάζει τη θέα από τη κορυφή της Τελένδου,  κερδίζει ένα μπλουζάκι του Πέφτοντας στο χρώμα της αρεσκίας του (αρκεί να είναι μαύρο...). Τη φωτογραφία την έστειλε ο κύριος εκεί δεξιά (γνωστός και ως Βούτ), οπότε αποκλείονται αυτόματα από το Quiz οι συγγενείς του μέχρι δεύτερου βαθμού και οι σχοινοσύντροφοί του των τελευταίων 2 μηνών. Το μπλουζάκι το κερδίζει όποιος απαντήσει πρώτος σωστά με σχόλιο κάτω από το post βάζοντας και το ονοματεπώνυμό του, αλλά μας στείλει και mail στο peftontas.blogspot [παπάκι] gmail [τελεία] com.
Και ένα κοντινό για να μη λέτε ότι δεν σας βοηθάμε... Να θυμίσουμε ότι μιλάμε για τον κύριο με το καπελάκι και όχι για τη δεσποινίδα με τα κόκκινα... (By the way, μήπως την ξέρει κανείς?)

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Μπήχτης και Δράκος.

Ο Μήτσος μας έστειλε το παρακάτω mail, το οποίο κοπυ-πεϊστάρουμε. Πολύ έμπνευση ρε παιδιά τώρα τελευταία... Μπράβο, μπράβο, έτσι πρέπει... να γράφετε να 'χουμε να διαβάζουμε... Α, μας έστειλε και τη φωτό...
Το παρακάτω κειμενάκι γράφτηκε πριν κάνα χρόνο, αλλά μπήκε στο ντουλάπι ή στο file τελοσπάντων και με αφορμή τον πρόσφατο πανικό περί βυσμάτων εδώ και εκεί, και με λίγη δόση ζήλιας απέναντι στον συγγραφέα του "Απαγορευμένα βύσματα" το έκανα ένα ρεκτιφιέ και είπα να το στείλω. Έτσι για την πλάκα. (Σημ. Πέφτοντας: διαβάστε http://www.routes.gr/Community/viewtopic.php?t=57)

"Μπήχτης και Δράκος."
Κείμενο: Δημήτρης Δασκαλάκης.

Ιούνιος 2005, μόλις έχω τελειώσει την σχολή αναρρίχησης ορειβασίας του ΕΟΣ Αθηνών με υπεύθυνο εκπαιδευτή το Βάγγο. Έχω κάνει τα πάντα. Έχω περπατήσει 14 ώρες από τον Αθανάσιο Διάκο ως το καταφύγιο. Έχω διασχίσει όλη την Πάρνηθα στους 30 βαθμούς κελσίου και όλα τα Μετέωρα στους 32. Έχω σχεδόν κουβαλήσει στη Γκιώνα, ένα παλιό μαθητή εκατό και βάλε κιλών για κάνα τρίωρο. Σκαρφαλώνω σχεδόν κάθε μέρα στα χειρότερα πεδία της Αθήνας όπως η Αγία Μαρίνα, βοήθεια μας, ο Καρέας και κάτι μπούλντερ στο Λυκαβηττό. Τρέχω καθημερινά σχεδόν, το γύρο της πλατείας της Ν. Σμύρνης. Αλλά ακόμα δεν είμαι έτοιμος. Όχι, όχι δεν είμαι έτοιμος.......

Δυο μήνες πριν, γύρω από μια μικρή φωτιά ο Βάγγος μας μιλούσε γι' αυτήν και καθώς την περιέγραφε βήμα βήμα, μέσα απ τις φλόγες τις φωτιάς που τρεμοέπαιζε και αυτή από φόβο, μπορούσες να δεις σαγόνια να πέφτουν, μάτια να δακρύζουν και που και που, κάποια κραυγή τρόμου να σπάζει την επιβλητική ησυχία αλλά και τη ροή στο λόγο του δασκάλου. Για να μπορέσεις να την κάνεις σκεφτόμουν θα πρέπει πρώτα να αγοράσεις ένα εβδομηντάλιτρο σακίδιο με καλή πλάτη για να κουβαλήσεις τα απαυτά σου. Άλλο ένα για να κουβαλήσεις τον εξοπλισμό και άλλο ένα για να βάλεις μετά μέσα τα κομμάτια σου. Θα χρειαζόμουν και ένα πολύ μικρό σακίδιο για νερό. Light is right afterall. Έκανα λοιπόν δυο μήνες οικονομίες και πήγα και αγόρασα 3 μεγάλα σακίδια, χωρίς καλή πλάτη όμως για να σκληραγωγηθώ. Γέμισα το ένα με εξοπλισμό, το μικρό με 2 λίτρα νερού και έβαλα αυτό που ήταν για τα κομμάτια μου μέσα σε αυτό που ήταν για τα απαυτά μου, μιας και παρά την υπερπροσπάθεια αυτά είχαν παραμείνει στο μέγεθος του κακοκλωθημένου αυγού.

Με τριάντα κιλά στη πλάτη και τα πόδια μου να τρέμουν όχι από το βάρος αλλά από το δέος, παίρνω την ανηφόρα και μετά από κάποιες ώρες φτάνω στα ριζά της ορθοπλαγιάς κάτω από το αυτό το κτήνος που καταπίνει αναρριχητές για πρόγευμα και τους φτύνει με μιας στου Φιλοπάππου. Εδώ πρέπει να έχεις δάχτυλα από ατσάλι, ψυχολογία από χάλυβα 304 , τένοντες τουλάχιστον 12mm και μυαλό εξισωμένο το λιγότερο από τέσσερα σημεία. Πρέπει να είσαι μεγάλος μπήχτης. Δεν έχω τίποτα απ όλα αυτά αλλά θέλω, θέλω, θέλω!!!

Αραδιάζω τα υλικά μου, βάζω το μπωντριέ μου προσπαθώντας να σφίξω τους ιμάντες των ποδιών όσο περισσότερο γίνεται για να αναδεικνύονται τα φυσικά μου προσόντα και αρχίζω να τακτοποιώ τα υλικά μου. Μόλις κλιπάρω και το τελευταίο μου σετάκι λέω στη σχοινοσύντροφο μου,που έως τώρα έχω ξεχάσει ότι υπάρχει μιας και σημασία έχει μόνο το πρότζεκτ, ασφάλισε με και ασφάλισε με καλά!. Εδώ κούκλα μου θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, εδώ ξεχωρίζουν οι αναρριχητές με αρχίδια από τους αρχίδια αναρριχητές, εδώ σμιλεύονται οι άντρες, ή ταν η επί τας, όλα για όλα, ελευθερία ή θάνατος!!!! Εδώ είναι.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!.!. η ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ. Τελεία. Δεν έχει ούτε θαυμαστικά ούτε τίποτα.

Ξεκινάμε λοιπόν και το μόνο πράγμα που με κάνει να ελπίζω ότι σήμερα ίσως και μην πεθάνω είναι αυτό το βύσμα που ξέρω ότι βρίσκεται ακριβώς πάνω στα δύσκολα. Κάνω την πρώτη εύκολη σκοινιά και ανεβάζω τη σχοινοσύντροφο μου και το haul-ballbag στο πρώτο ρελέ. Απο πάνω μου ένα τριγωνικό αρνητικό σε σχήμα δράκου που απ' τα δόντια του κρέμεται ένα πόδι με ένα μισοφαγωμένο anasazi Velcro no 44.5. Ανοιγοκλείνω τα μάτια αλλά είναι αλήθεια, είναι εκεί. Η σχοινοσύντροφος μου φτάνει στο ρελέ και μην βλέποντας το τέρας κάνει μια λεπτομερειακή παρατήρηση που ίσως, ίσως να είναι σημαντική.

-Ρε μαλάκα, δε βλέπω βύσματα πουθενά.
-Θά 'ναι πιο πάνω...

Φτιάχνω τα υλικά μου με ευλαβικότητα ιππότη που βγαίνει στη μάχη για την πριγκίπισσα, αλλά και με την αποφασιστικότητα με την οποία δένει ο Ράμπο την κόκκινη κορδέλα του και βάζει το μαχαίρι στην αστραγαλοθήκη... ή μήπως τον μπερδεύω με τον Κουστό? Τέλοσπαντων...... και............

-Ασφαλίζεις? Ρωτάω με φωνή βαριά και σοβαρή σαν του Johnny Cash.

Δεν περιμένω την απάντηση. Σκαρφαλώνω τρία μέτρα και βάζω ένα μικρό καρυδάκι του οποίου το νούμερο όσο και να προσπαθώ δεν το θυμάμαι. Παίρνω ίσως την τελευταία μου ανάσα, σκουπίζω τον ιδρώτα μου, που κυλάει πικρός σαν τη σκουριά που χαράζει ανεξίτηλα το πέρασμα της στο βράχο, και κάνω άλλες περίπου εξήμισι κινήσεις. Κοιτάω δεξιά και με την άκρη του ματιού μου αντιλαμβάνομαι το τέλος μου, σαν τη γιαγιά μου, που δυο ώρες πριν πεθάνει ζήτησε παπά.

Το βύσμα δεν είναι εκεί. Στη θέση του μια μαύρη τρύπα, σίγουρα όχι ικανή να ρουφήξει τον πλανήτη γη, αλλά αρκετά μεγάλη για να καταπιεί την ψυχολογία μου. ΤΟ ΒΥΣΜΑ ΛΕΙΠΕΙ.

Χωρίς το βύσμα πάνω δεν πάει, μόνο κάτω. Πως κάτω? Πανικός.Τρέμουλο. Ο κουβάς μαγνησίας που κουβαλάω δεν φτάνει να στεγνώσει τα χέρια μου. Η ασφάλεια είναι πάρα, πάρα, πάρα πολύ χαμηλά(ίσαμε τρία μέτρα) και ο φόβος κάνει τον ουρανό να συννεφιάζει συνεπικουρούμενος από την πρόβλεψη της ΕΜΥ. Βήμα βήμα φτάνω στο καρυδάκι Νο...... και κλείνοντας τα μάτια αφήνομαι εξουθενωμένος πάνω του. Είμαι έτοιμος να πεθάνω, σκέφτομαι ήρεμα πλέον. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ανοίγω τα μάτια μου και είμαι ακόμα εκεί. Δεν έχει φύγει, δεν έχω πέσει είμαι ζωντανός. Μπορεί να μη σκότωσα το θηρίο αλλά είμαι ζωντανός! Είναι απίστευτο. Άλλα τρία μέτρα κατέβασμα με κουβά και ΧΟΠ! Στο ρελέ. Στο ΡΕΛΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!!!!!

Μέσα σε μισή ώρα θα έχουμε κάνει ένα ραπέλ, θα έχουμε μαζέψει τα πράγματα και θα χαζεύουμε αυτή την επιβλητική ορθοπλαγιά απο την ασφάλεια του αυτοκινήτου μας, η οποία είναι ικανοποιητική όσο αυτό δεν κινείται στους ελληνικούς δρόμους.

Δεν θα παραπονεθώ ποτέ που έλειπε το βύσμα, ίσως γιατί δεν έπαθα τίποτα αλλά κυρίως γιατί έτσι μπήκα στη διαδικασία να προσπαθήσω αρκετά και να επιστρέψω. Μια με παρέα και μια μόνος μου. Αρκετά δυνατός για να κάνω κάτι που κάποιοι το κάνανε 60 χρόνια πριν με αρβύλες και καννάβια αλλά που για μένα ήταν δύσκολο. Κάτι ασήμαντο αλλά για μένα σημαντικό.

Λίγα χρόνια πιο μετά, τα πόδια μου αρχίζουν να τρέμουν σαν κομπρεσέρ μόλις τα χέρια κάνουν πως πρήζονται και ο ιδρώτας κυλάει και πάλι όξινος σαν από ηλεκτρόλυση, και ας είμαι μόλις τριάντα πόντους απ το βύσμα.Σαν όλους τους άλλους...... .........χέστης. Με το Χ κεφαλαίο.

Κάποιες άλλες φορές πάλι, που τα χέρια πρήζονται και τα πόδια τρέμουν κοιτάζω κάτω και το βύσμα απλά δεν υπάρχει. Βρίζω που έβαλα τον εαυτό μου εκεί πάνω αλλά τώρα δεν έχω επιλογές. Κλείνω τα μάτια και αντικαθιστώ τα επόμενα μέτρα με το δίεδρο της παραλλήλων. Τα ανοίγω και σκαρφαλώνω, και στο κεφάλι μου ούτε δράκοι, ούτε κομμένα πόδια ούτε μαύρες τρύπες. Απόλυτη ησυχία, ηρεμία και μια κίνηση που συνεχίζει προωθούμενη από τη αδράνεια της σκέψης. Και στο ρελέ πάντα ευχαριστώ αυτόν που έβγαλε τα βύσματα από εκείνο το δίεδρο. Γιατί αν ήταν εκεί θα τα χρησιμοποιούσα, ακριβώς επειδή είμαι χέστης. Αλλά έμαθα να την παλεύω και χωρίς αυτά. Πάντα χεσμένος, αλλά την παλεύω.

Γι' αυτό με χαλάνε τα βύσματα όταν μπαίνουν εκεί που δεν υπήρχαν, όχι για τους γενναίους, αυτοί ας μην τα κλιπάρουν. Για μένα που αν υπάρχουν τα κλιπάρω αλλά που χωρίς αυτά μάλλον, ελπίζω, πως γίνομαι καλύτερος.

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Τα απαγορευμένα βύσματα.

Πήραμε προχτές στο mail μας ένα ανώνυμο μήνυμα με το παρακάτω κείμενο με τίτλο "Τα απαγορευμένα βύσματα". Όσοι δεν έχετε πάρει χαμπάρι, πάρτε μια ιδέα εδώ: http://www.routes.gr...1051 Παρότι όταν ξεκινούσε το Πέφτοντας είχαμε πει ότι τα κείμενα που θα δημοσιεύονται θα πρέπει να είναι ενυπόγραφα, θα κάνουμε μια εξαίρεση. Γιατί έτσι γουστάρουμε. Για να σπάσει το κείμενο θα βάλουμε και δυό φωτογραφίες από το αρχείο του Χρήστου (όχι δεν είναι δικό του το κείμενο), που μας είχε δώσει παλαιότερα και να που κολλήσαν τώρα...

ΤΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΒΥΣΜΑΤΑ

Και η ιστορία ξεκίνησε ως εξής: Βαράσοβα απόκριες στα 80ς, για πρώτη φορά εκεί νέος και ψάρακλας. Μόλις έχω κατέβει από τον Πύργο , χαλαρώνω καταγής θαυμάζοντας τα ελεεινά εκείνα καρυδάκια που είχα καταφέρει να αγοράσω μισοτιμής και σε σπασμένα νούμερα κάνα μηνά νωρίτερα από του Κλαουδάτου και που ήδη με είχαν προστατέψει στην πρώτη 10μετρη χύμα μου το προηγούμενο ΣΚ στο Φλαμπούρι, από το οποίο κατέβηκα με σχισμένο τελικά μόνο το ένα κωλομέρι. Κάτι τετραγωνισμένα Camp της συμφοράς θυμάμαι ήταν και ήθελαν βαρίδια να κρεμάσεις για να μη πηδήσουν από τη σχισμή . Αυτά τα εργαλειάκια κείνη τη μέρα με είχαν βγάλει όμως πάνω. Τους ήμουν ευγνώμων για την αυτοπεποίθηση που μου είχαν χαρίσει στην παρθενική μου εμφάνιση στην ορθοπλαγιά αυτή. Παρέα με 3-4 κουδουνάτα εξέντριξ , η καλύτερη παρηγοριά στη θέα των σαπισμένων σχισμόκαρφων που πρόβαλαν αραιά και που για να με τρομοκρατήσουν. Όλες τις σχοινιές επικεφαλής. Τι ικανοποίηση θεοί! Την αρχική έξαψη της επιτυχίας που επιβεβαιώθηκε και από τις θωπείες των παλιοσειρών ακολουθούσε τώρα εκείνη η αποχαυνωτική ανακούφιση που πλημυρίζει το σώμα όταν η μάχη κοπάσει.

Εκείνη τη μέρα ένοιωσα επιτέλους ότι θα κατάφερνα και εγώ κάποια στιγμή να γίνω μέλος της «παρέας», που στο μεταξύ είχε αρχίσει να μεγαλώνει με τους επιβαίνοντες του αλλόκοτου ντεσεβο που μόλις είχε σταματήσει μπροστά κρύβοντας τη θέα από το …φτωχικό κατόρθωμα μου. Το παράξενο με εκείνο το όχημα ήταν καταρχήν το αμάξωμά του, διάφανο από πλεξιγκλας! Το ακόμη πιο παράξενο ήταν οι τύποι που βγήκαν από εκεί μέσα.Πρώτα ο θηριώδης συνοδηγός: μπότες, σπιρούνια και λαχανί κολάν, αμάνικο κολλητό μαύρο μπλουζάκι just climb από το οποίο ξεπρόβαλαν τα πιο φοβερά μπράτσα που είχα αντικρύσει, μακριά ξανθά μαλλιά και καουμπόικο καπέλο, που μαζί με την πορφυρή μπατάνα από κάτω και το μπλαζε ύφος κατάφατσα, συμπλήρωναν αυτό ακριβώς για το οποίο είχαν φτιαχτεί, την εικόνα ενός πραγματικού rock’h’roll θεού! «Ο Τζονυγκοτχισγκαν, ο Τζονυγκοτχισγκαν…» μου ψιθύρισε με δέος ο σύντροφος μου. Και αν δεν τον συγκράταγα εγκαίρως σας ορκίζομαι ότι θα είχε πέσει στα πόδια του να τον προσκυνήσει. «Τι σε φέρνει από εδώ Τζόνυ;» του σφύριξε κάποιος «χμμμ, ήρθαμε να τακτοποιήσουμε μια …μικρή» απάντησε και άρχισε να ετοιμάζεται… για κείνη τη μικρή. Ο Τζονυγκοτχισγκαν, ο gorgeous, ο θεός, ο καλύτερος αναρριχητής της εποχής, στεκόταν εδώ μπροστά μου και ετοίμαζε τα πράγματα του να σκαρφαλώσει! Για την ακρίβεια εκείνη ακριβώς την ώρα προσπαθούσε να βολέψει τα ογκώδη αχαμνά του στο μίνι μπωντριέ που είχε φέρει μαζί του… Αφού τα κατάφερε, άρχισε να αραδιάζει μπροστά μου τον εντυπωσιακό hi-tech εξοπλισμό του. Είχε σακουλάκι ειδικό μαγνησίας, lasportiva παπούτσια, ακόμη και «σετάκια» που μόνο σε περιοδικά είχα δει μέχρι τότε. Το πιο φοβερό όμως ήταν κάτι περίεργες σφήνες με κινητά μέλη, που αργότερα έμαθα ότι τα λένε friends! Θαμπωμένος σύρθηκα να πιάσω ένα στα χέρια μου. «Ψιτ, μικρέ στρίβε» μου έκανε πριν τολμήσω καν να τα αγγίξω. Ταπεινωμένος γύρισα στ’ αυγά μου και η αγαλλίαση εκείνης της «φοβερής» ημέρας εξανεμίστηκε οριστικά και αμετάκλητα. Ζώστηκε έβγαλε το καπέλο και τράβηξε κατά τα βράχια. «Η μέρα θα κλείσει με θέαμα…» φώναξε συγκλονισμένος ο σύντροφος και κίνησε ξοπίσω του, όπως και άλλοι της παρέας, οπότε και εγώ. Βέβαια, ο Τζονυγκοτχισγκαν είχε έρθει να «στείλει» την Αλυτώ, οπότε το υπερθέαμα εγγυημένο.
Ο άλλος που βγήκε από το διάφανο ντεσεβο μπορεί να μην ήταν τόσο εντυπωσιακός σαν τον φίλο του, αλλά αυτός και αν ήταν αλλόκοτος! Ψηλός, κοκαλιάρης, σχεδόν καχεκτικός, με τζιν και ριγέ μπλουζάκι ναυτικό, κατάμαυρος από τον ήλιο και μια γαλανή σπινθηροβόλα ματιά που σε ηλέκτριζε, με ένα μειλίχιο χαμόγελο στα χείλη χαιρέτησε πρώτα την ομήγυρη και ύστερα ξεβρακώθηκε μπροστά μας για να φορέσει ένα ολόσωμο λεοπαρδαλέ κολάν με ουρά και να πάρει στο κατόπι περιπαικτικά τον rockstar φίλο του. «Πσσσσς, ο Τζιμιρεμαλι» μου ανακοίνωσε ο σύντροφος με περίσσεια επιδεκτικότητα και έσπευσε να τον ασπαστεί. Τον μίσησα πια. Είχα ήδη αρχίσει να συμφιλιώνομαι με την φορτική του εμμονή να καταφέρει κάτι για το οποίο δεν είναι φτιαγμένος (…να σκαρφαλώνει δηλαδή) και την σπουδαρχίδικη συμπεριφορά του, που επειδή ήξερε διάφορα νόμιζε ότι είχε γίνει και καλά αναρριχητής και ας μη τολμούσε να πάει βήμα μπροστά, αλλά να γνωρίζει και κάθε διασημότητα του χώρου και να μιλάει με τέτοια οικειότητα μαζί τους, μα πως στο διάβολο το είχε καταφέρει κιόλας. Ευτυχώς, σκέπτομαι λίγο χαιρέκακα τώρα, η αυριανή θα ήταν η τελευταία του ημέρα σε βράχια, οπότε και εγώ θα ησύχαζα. Όμως ναι, ο έτερος ήταν ο θρυλικός σκαπανέας των 70s, Τζιμιρεμαλι, ο πατέρας της ελεύθερης αναρρίχησης αυτοπροσώπως, όχι απλός θεός, ημίθεος του λένε! «Χωρίς αυτόν θα ήμασταν ένα τίποτα…» με διαβεβαίωσε με κάθε επισημότητα ο άσπονδος φίλος μου, «αυτό δηλαδή που εγώ νοιώθω αυτήν ακριβώς τη στιγμή» του απάντησα σαρκάζοντας και σταμάτησε πια η όποια επικοινωνία μεταξύ μας. Το βράδυ μάλλον θα την έβγαζα μόνος.

Ο Τζονυγκοτχισγκαν τελείωσε τη μαλμπουριά, δέθηκε στα σχοινιά του, τεντώθηκε με διάφορες κινήσεις (αργότερα πάλι θα μάθαινα ότι αυτές λέγονται «διατάσεις» και ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται από τους αναρριχητές πριν τη δράση), έφτιαξε με κόπο τα στενά του παπούτσια και ξεκίνησε να καταφέρει τη …μικρή. Με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις ξεμπέρδεψε με τα πρώτα πιο εύκολα μέτρα και έφτασε στο ρελέ. «Ασφαλίζω» και να ‘σου ο Τζίμις με την ουρά της λεοπάρδαλης να κουνιέται χαριτωμένα στον ισχνό πισινό του να καταπίνει με νευρικότητα την απόσταση που τον χώριζε από τον σύντροφό του. Η επόμενη ήταν η δύσκολη και ο ρωμαλέος Τζόνυ θα ξεκινήσει με την απαραίτητη αυτοπεποίθηση. Τώρα είναι έτοιμός να πιάσει το τακάκι πάνω από τη μικρή στέγη για να τραβηχτεί δεξιά, αλλά δεν θα τα καταφέρει έτσι εύκολα. Με επιδεξιότητα θα ανοίξει τα χέρια και θα κρεμαστεί στο σχοινί, ξεφυσώντας ένα βλοσυρό «shit» αποδοκιμασίας συμπληρώνοντας «κόβει πολύ η άτιμη», για να πάρει αμέσως την πρέπουσα απάντηση από τον φίλο του «τι …shit ρε μαλάκα, σκατά το λένε». Ο θεός έπεσε! Εντάξει μπορεί να μην ήταν και στα καλύτερα του και να έκοβε πολύ η άτιμη…
Το βράδυ γύρω από τη φωτιά η συζήτηση έχει ανάψει με πρωταγωνιστή βέβαια τον Τζιμιρεμαλι και αντικείμενο τι άλλο, τις φοβερές του περιπέτειες στα βουνά. Ρουφάμε το χασίσι και τα παραμύθια του αποσβολωμένοι, τι ωραία είναι και τα δυο! Γκιώνα, Όλυμπος, Γκαμήλα, Άλπεις, ο τύπος έχει ζήσει όλα αυτά για τα οποία νομίζω ότι γεννήθηκα. Νοιώθω τόσο μικρός και μόνος. Πεινάω, ο σύντροφος μου δεν με κέρασε από την χορτόπιτα της γιαγιάς του, τη ξόδεψε στις διασημότητες και τον μισώ ακόμη πιο πολύ, λουφάζω στη γωνιά μου και ακούω, τι άλλο δηλαδή να κάνω… Ο Τζίμι αρχίζει να καταρρέει και τη σειρά αναλαμβάνει ο Τζονυγκοτχισγκαν με ένα επιβλητικό ρέψιμο αντάξιο των τόσων Άμστελ που έχει ήδη καταναλώσει. «Καλά μας τα λες ρε Τζιμι, αλλά το ζήτημα είναι αλλού, η αναρρίχηση πρέπει να ανοίξει στον κόσμο» και αρχίζει λοιπόν να αναπτύσσει την κοσμοθεωρία του: διαδρομές για όλους και παντού σε κάθε γωνιά της χώρας, εύκολα προσβάσιμες και ασφαλείς (!), ειδικευμένη  προπόνηση και σχολεία αναρρίχησης, να βγει ο κόσμος να ανέβει το επίπεδο, αυτή είναι η εξέλιξη «και αυτό θα πρέπει να γίνει από εδώ, εδώ και τώρα!» και να σου βγάζει από ένα σάκο το όπλο του: ηλεκτρικό τρυπάνι! Σοκ και δέος η παρέα, τι ήταν αυτό που αντίκριζαν τα μάτια μας; «Η τελική λύση», «μάγκες μου, τρυπάει τον βράχο σαν βούτυρο και σε 2-3 λεπτά έχεις έτοιμο το βύσμα». Βύσματα! Τα γνώριζα από τη σύντομη θητεία μου στη Σπηλαιολογία, τα είχα δει και σε βράχια, λίγα σκορπισμένα στις πιο δύσκολες διαδρομές, εκεί που θεωρητικά δεν έπαιρνε τίποτε άλλο. Βάσανο όμως η τοποθέτηση τους με καλέμι και πανάκριβη η αγορά τους από τα μαγαζιά, χώρια που συνοδεύονταν με πλακέτες που δεν υπήρχαν τότε στο εμπόριο και έπρεπε να στις φτιάξει κάποιος. «Μαλακίες ρε Τζόνυ, εσύ μου φαίνεται θέλεις να κάνεις την αναρρίχηση για τους άχρηστους, βάζεις μπροστά το τρυπάνι γαζώνεις και πας οπουδήποτε, αυτή δεν είναι η αναρρίχηση, είναι μαλακία» ο Τζίμις ξύπνησε, ο Τζόνυ ανταπάντησε και να σου που αναπάντεχα βρέθηκα στο πρώτο βαρβάτο ντιπειτ για τα βύσματα σε ελληνικό έδαφος. Το σχέδιο του Τζόνυ είναι να πάει την επομένη στα σπασμένα να γαζώσει μια εύκολη για τους νέους. «Ποιους νέους ρε μαλάκα, για τους ηλίθιους θα την κάνεις» ο Τζιμιρεμαλι δεν θα πειθόταν και τόσο εύκολα, ο Τζόνυ ανυποχώρητος και αυτός, και το αποτέλεσμα τελικά ήταν οι δυο μας ήρωες να γυρίσουν Αθήνα σε ξεχωριστά αυτοκίνητα για μια ακόμη φορά και να γραφτεί ένα γουστόζικο άρθρο για το τρυπάνι σε αναρριχητικό περιοδικό της εποχής.

Ο Τζόνυ πάντως την επομένη θα προλάβει να πάει να βάλει κάποια βύσματα στα σπασμένα της Βαράσοβας. Συνεπαρμένος ο φίλος μου, θα με παρασύρει να δοκιμάσουμε την καινοτομία. Τώρα, κρεμόμαστε και οι δυο σε ένα 8ρακι βύσμα πλαισιωμένο με τσίγκινη πλακέτα στο ρελέ. Μας φτάνει, έτσι νομίζουμε και μας περισσεύει! Νοιώθουμε  έτοιμοι για τα πάντα. Η επόμενη σχοινιά είναι του συντρόφου, το φρεσκοβαλμένο βύσμα 3-4 μέτρα παραπάνω τον καλεί να το χαρεί. Αυτός δεν θα τολμήσει βήμα από το ρελέ.

ΥΓ Η ιστορία είναι αληθινή. Τίποτε από όσα περιγράφονται δε συνέβησαν στην πραγματικότητα.
 
Number of unique visits: