Όταν ξεκίνησα να περιπλανόμαι στα βουνά, ποτέ δεν πίστευα ότι τα πράγματα θα είχαν τόσο απρόβλεπτη εξέλιξη και για να είμαι ειλικρινής αυτό ακόμα με συνεπαίρνει. Βέβαια η εξέλιξη που αναφέρομαι καθόλου δεν αφορά τις αναβάσεις ψηλών βουνών, την ευκολία ή δυσκολία μετά από τόσα χρόνια να σκαρφαλώνεις ένα V+ ή VIΙI, ή Μ6 ή 8a ή ότι κάνει κέφι ο καθένας. Στο φινάλε αυτά είναι σύμβολα και αριθμοί με διαφορετική βαρύτητα για τον καθένα. Η εξέλιξη των καταστάσεων που θέλω να αναφερθώ αφορά την αναπάντεχη δημιουργία σχέσεων με ανθρώπους που είχαμε κάτι κοινό και αναζητούσαμε κάτι διαφορετικό μέσα από τη δραστηριότητα της ορειβασίας, πάντα με την ευρεία και πολύπλευρη έννοια που τη χαρακτηρίζει. Ακόμα πιο λαμπρή ήταν η επέκταση τέτοιων φιλικών δεσμών έξω από τα στενά πλαίσια της ορειβασίας ή της αναρρίχησης, στην πορεία της οποίας αναδυόταν και άλλα κοινά ενδιαφέροντα, όπως η πολιτική, τα επίκαιρα κοινωνικά δρώμενα, το ποδόσφαιρο και φυσικά η μουσική. Πιο καλά δε γινόταν, δε γίνεται και ούτε θα γίνεται, θέλω να πιστεύω. Επειδή όμως το νόμισμα έχει δύο όψεις έπρεπε μέσα από την ορειβασία να γευτούμε και τι γίνεται στην άλλη πλευρά της ζωής. Η άλλη πλευρά του νομίσματος πήρε σάρκα και οστά στα μάτια μου και στο μυαλό μου μέσα από τις μπάτσες που έφαγα (και που όλοι μας έχουμε φάει σε αντίστοιχες στιγμές) όταν πληροφορήθηκα τις απώλειες των ανθρώπων που μοιραστήκαμε μαζί όλα τα προαναφερόμενα.
Γιατί ρε γαμώτο ότι παίρνει χρόνια να φτιαχτεί να γκρεμίζεται σε τόσο λίγο χρόνο. Δίκαιο ή άδικο, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Όμως για έναν εγωιστή σαν εμένα είναι σαφώς άδικο.
Ήταν ένα ηλιόλουστο απόγευμα στην κατασκήνωση 3 του Έβερεστ. Η ομάδα σύσσωμη και με γεμάτες τις δεξαμενές δυνάμεων και διάθεσης έβλεπε την ανάβαση της επόμενης ημέρας στο νότιο διάσελο ως ένα ακόμη βήμα προς την κορυφή. Μπήκαμε στα αντίσκηνα που με το δυνατό ήλιο έβραζαν στην κυριολεξία και απολαμβάναμε ήδη τα πρώτα ζεστά ροφήματα. Η ζέστη ήταν τόση, ώστε θυμάμαι τον Αντώνη να λέει στην Κυρία Ελευθερία (μητέρα του) να μην ανησυχεί γιατί το Έβερεστ έμοιαζε με τη Μύκονο…τουλάχιστον θερμοκρασιακά. Γέλια, και στα δύο αντίσκηνα αλλά η Κυρία Ελευθερία ανήσυχη πήρε τηλέφωνο γιατί κάτι άκουσε στα ΜΜΕ.
Κάτι άσχημο, για έναν Έλληνα ορειβάτη στα Ιμαλάϊα…και ήταν 12 Μαΐου του 2004.
Δεν περνάν λίγα λεπτά και να το δεύτερο τηλέφωνο. Hellas Everest 2004 major and only sponsor Pavlos Aggelatos calling from north side base camp.
Μιλάει με τον Παύλο Τσιαντό που κάθεται δίπλα μου. Κάτι λέει ο ένας Παύλος κάτι απαντάει ο άλλος Παύλος και τα γέλια κόβονται μονοκοπανιά. Γυρίζει ο Τσιαντός και με ρωτάει:
“ Τον Γιάννη πως το λένε ρε; ”
“ Ξέρω εγώ, Κωνσταντάκη.” Απαντάω
“ Όχι.” Λέει ο Αγγελάτος μέσω δορυφόρου.
“ Κινατίδη;”
Δεν πρόλαβα να ακούσω το ναι και ολόκληρο το Έβερεστ πέφτει κάτω από τα πόδια μου. Και φυσικά έχω κενά στη μνήμη από εκείνα τα λεπτά της ώρας. Χάος. Η αντίδραση εξωφρενική.
Το Οοοοοοοχχχχχχχιιιιιιι με ακουστικές συχνότητες στο φάσμα του ουρλιαχτού ακόμα το θυμάμαι. Πρώτα έφυγε το γκαζάκι με την κατσαρόλα γεμάτη με νερό, μπορεί να ήταν και τραχανάς δεν θυμάμαι. Θυμάμαι επίσης τη νεκρική σιγή στο διπλανό αντίσκηνο που βρισκόταν οι Κοτρωνάρος, Βουτυρόπουλος και Αντωνόπουλος. Αυθόρμητα προσπάθησα να βγω έξω με έντονο το συναίσθημα να τρέξω αλλά πού να πας εκεί πάνω. Μόνο σε καμιά crevasse μπορείς να καταλήξεις. Ξανά μέσα και να μην σε χωράει ο τόπος. Τι σου φέρνει ο χρόνος μέσα σε 5 λεπτά. Αλλά ως αισιόδοξος από τη φύση μου προσπαθώ να μαζευτώ. Παίρνω ξανά το δορυφορικό τηλέφωνο και Everest camp 3 καλεί base camp Kusum Kangguru. Χτυπάει, το σηκώνει ο Billy (Ναξάκης).
“ Έλα ρε μαλάκα τι κάνετε;”
“ Όλα καλά.” Απαντάει με απόλυτο ύφος σαν να μην τρέχει τίποτα.
“ Σίγουρα;”
“ Ναι ρε γιατί;”
Μέσα σε αυτά τα χιλιοστά του δευτερολέπτου ο Zibe αναστήθηκε στο μυαλό μου. Πίστεψα για τελευταία φορά ότι θα τον ξαναέβλεπα. Αλλά ο χρόνος πάει μπροστά και τα milliseconds περάσανε όπως ορίζει η φύση.
“ Γιατί μας είπαν ότι….”
“ Eεε τι θες τώρα ρε Mike αυτό που σου είπαν, ψάχνουμε για το Zibe, είναι κάπου στη βάση της ορθοπλαγιάς, νεκρός…”.
Έπεσε και η δορυφορική γραμμή κάνοντας την πτώση των δίδυμων πύργων να φαντάζει τελείως slow motion στο πως κατέρρευσε ο ψυχικός μου κόσμος με το άκουσμα του απρόσωπου μπιπ που ακολούθησε τη διακοπή της τηλεφωνικής συνομιλίας.
Απόλυτο κενό. Μέσα σε λυγμούς, ξεσπάσματα και έντονο το συναίσθημα του “ας ανοίξει η γη να με καταπιεί”, οι υπόλοιποι της παρέας προσπαθούσαν να με συνεφέρουν και μετά από λίγο λέω στο Βουτυρόπουλο που καθόταν δίπλα μου:
“ Και με ποιόν θα σκαρφαλώνω τώρα;”
Η ερώτηση δεν πήγαινε καθόλου στο αμιγώς αναρρηχιτικό κομμάτι.
Η ερώτηση έψαχνε μια απάντηση στο γεγονός του απότομου τέλος μιας φιλίας που ξεκίνησε αργά και σταδιακά μέσα από το βουνό, αλλά δε έμεινε ποτέ εκεί. Αρχικά ήταν τα μαθήματα αναρρίχησης που έπαιρνα απλόχερα από το παιδί με τα ράστα και τους πρησμένους πήχεις στην πίστα της Ο.Α.Λ.Θ. και που γνώρισα πρώτη φορά το 1993 στον Όλυμπο. Τη δεύτερη φορά τον είδα σε στην πορεία των οπαδών του ΠΑΟΚ από την Πλατεία Ομονοίας προς τον Πειραιά.
“ Τι θες εσύ εδώ;”
“ Φιλαράκι μπορεί να είμαι αναρριχητής, αλλά είμαι και οπαδός του ΠΑΟΚ!”, απάντησε.
Μετά τον ξαναείδα μερικές φορές στα Τέμπη αλλά ήταν πολύ καλός για να γίνουμε σχοινοσύντροφοι. Παρόλα αυτά είχαμε και άλλα κοινά. Όταν ο Zibe έκανε VIII εγώ μετά βίας σκαρφάλωνα IV και τον ρωτούσα πως μπορεί να σκαρφαλώνει τόσο καλά.
-“ Και εσύ ρε μεγάλε πως τρέχεις το μαραθώνιο του Ολύμπου σε 6 ώρες;”, απαντούσε.
Βρισκόμασταν αραιά και που στο Bel Air έτσι τυχαία και μιλούσαμε για τον ΠΑΟΚ, τη θητεία στον στρατό, τα Boulder που είχε ανακαλύψει ο Termi, για το πόσο γαμάτο συγκρότημα ήταν οι Τρύπες και άλλα τέτοια. Βρισκόμασταν και σε καμιά συναυλία, αλλά μετά το έχασα για να ξενιτευτώ.
Όμως η επαφή είχε γίνει.
Μετά την επάνοδο μου από τις ΗΠΑ το 2002 μπήκαμε για τα καλά ο ένας στη ζωή του άλλου. Ήταν σαν μια φυσική συνέχεια της σχέσης που είχε δημιουργηθεί τόσα χρόνια πριν. Κάθε Σάββατο μεσημέρι τον περίμενα κάτω από το μαγαζί που δούλευε ως πωλητής ορειβατικών ειδών για να πάμε στα Τέμπη, στην Αριδαία, στη Βέροια, στον Όλυμπο, στον Κούβελο και οπουδήποτε γουστάραμε. Εγώ του μιλούσα ενθουσιασμένος για την αποστολή στο Dhaulagiri από την οποία μόλις είχα επιστρέψει και πως μου φάνηκαν τα ψηλά βουνά, ενώ ο Zibe μου απαντούσε ότι θα έπρεπε να αλωνίσουμε όλο και περισσότερο στις Άλπεις πρώτα. Και όταν μπαίναμε σε καμιά διαδρομή και ζοριζόμουνα έλεγε:
“ Μάθε να πατάς καλά ρε τσουγκράνα”.
Και απολάμβανα τα σχόλια του όσο τίποτα άλλο. Πιο πολύ απολάμβανα τη διάθεση του να κάνει πιο πολύ αλπικές διαδρομές, κάτι που ούτως ή άλλως με κέντριζε πιο πολύ από την αθλητική αναρρίχηση.
Το κενό της σχέσης που διακόπηκε με το θάνατο του Zibe δεν πάει στα πατήματα και τα πιασίματα, πάει αλλού. Πάει στη συμβίωση που είχα με έναν λαμπρό άνθρωπο που είχε κέφι να δείχνει και να μοιράζεται αυτό που έκανε καλύτερα με όλους τους άλλους. Γεννημένος αναρριχητής για μένα. Την ίδια στιγμή ήθελε να παίρνει ότι μπορούσε από τους άλλους. Είχε την υπομονή να σε περιμένει να προπονηθείς για να κάνεις ένα βαθμό παραπάνω ώστε να απολαύσει μαζί σου μία βουνίσια διαδρομή, ας γινόταν και την επόμενη χρονιά δεν έτρεχε τίποτα. Τα βράδια που φεύγαμε σουρωμένοι από το Ντορέ και κάτω από τον Λευκό Πύργο λέγαμε πως θα σκαρφαλώσουμε τη διαδρομή των Ελβετών στην ορθοπλαγιά των Les Courtes είναι ακόμα ζωντανά. Μετά πίναμε και καμιά μπύρα ακόμα από το περίπτερο και φεύγαμε με τα ποδήλατα ο καθένας για το σπίτι του διαγράφοντας οχτάρια στην κοιμώμενη παραλία Θεσσαλονίκης.
Βάλε και πιο πέρα, την παρέα που μαζευόταν στη στάση των λεωφορείων και πηγαίναμε για τρέξιμο στο δάσος του Σέιχ Σου κάθε μεσημέρι, σχολιάζοντας τη συμπεριφορά του καθενός σε σχέσεις με το αντίθετο φύλο (για να το περιγράψω ευγενικά) ή το πώς ήταν η χθεσινοβραδινή συναυλία στο Μύλο. Τα τσιγαράκια που καπνίζαμε στα Πανεπιστήμια κάτω από το γραφείο μου μετά από δυνατά session στην πίστα της ΟΑΛΘ (δυνατά τουλάχιστον για μένα, γιατί οι υπόλοιποι δεν καταλάβαιναν και πολλά) πίνοντας την καθιερωμένη αθλητική μπύρα.
Τις στιγμές της ζωής στην πόλη διαδεχόταν οι περιπέτειες στα βουνά, κάτι σαν τα ραπέλ εν μέσω καταιγίδας στη διαδρομή Φαίδων Γαληνός που θύμιζαν canyoning, το χάσιμο της διαδρομής “των Αγνώστων” στον Κούβελο, συνοδευμένο πάλι από ραπέλ στη Νεροσυρμή και από το χάσιμο του σακιδίου και φυσικά και των κλειδιών του αυτοκινήτου. Καταστάσεις που έκαναν το νότιο παράρτημα της παρέας που είχε ζυμωθεί μετά την εκπαιδευτική αποστολή της ΕΟΟΑ στο Περού το καλοκαίρι του 2003 να λέει:
“ Καλά εσείς οι Θεσσαλονικείς είστε πολύ γρόνθοι! Όλο χάνεστε και όλο τον πίνετε σε κλασσικές διαδρομές”.
Και βέβαια η Κρητικό-αθηναϊκή κυνοπραξία έπαιρνε απαντήσεις του στυλ:
“ Τι να κάνουμε ρε μεγάλε, αφού μας έπεσε το σχεδιάγραμμα και δεν βρήκαμε ποτέ το ρελέ και τα καρφιά κάτω από την τρίεδρη γωνία! Τα κρύβετε κουφάλες για να μας δυσκολεύετε.”
Θυμάμαι καλά την επιστροφή του με τον Νίκο μετά από μία θερινή καταιγίδα που τους έπιασε ψηλά στην Πλάκα του Zerf στα Καζάνια και την υποδοχή τους στο καταφύγιο σαν ήρωες με τον Παύλο να επιμελείται μουσικά την όλη κατάσταση. Τα bivouac στο parking του χιονοδρομικού 3-5 Πηγάδια μετά από παράνομες εισβολές στη σάουνα του ξενοδοχείου και το κρυφό μας σχέδιο να τελειώσουμε τη σχολή οδηγών της UIAGM και να είμαστε σε full time ενασχόληση με το βουνό και το καταφύγιο στον Όλυμπο. Αλλά όλα σταμάτησαν. Η τελευταία μας συνάντηση έγινε τον Ιούλιο του 2004 ολοκληρώνοντας την τελευταία σκοινιά της "Γιάννης Κινατίδης'' στο Μύτικα και έκτοτε το κενό.
Τα χρόνια που μοιραστήκαμε ο ένας κοντά στο άλλον ήταν γεμάτα από καταστάσεις και συναισθήματα που με κάνουν να θεωρώ το Zibe ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Στα 5 χρόνια φυσικής απουσίας του Γιάννη το κενό ολοένα μεγαλώνει, ιδιαίτερα κάθε φορά που περνάω ή κάθομαι σε οποιοδήποτε σημείο που ζήσαμε ή κάναμε κάτι μαζί και πλέον δεν αρνούμαι να παραδεχτώ ότι τα βουνά εκτός από τις καλύτερες, μου έχουν χαρίσει και τις χειρότερες στιγμές της ζωής μου.
Βέβαια όπως αναφέρεται και στην εισαγωγική παράγραφο της συγκεκριμένης κατάθεσης το σπαστικό είναι ότι αυτά που αναφέρθηκαν και άλλα τόσα που δεν αναφέρθηκαν έγιναν σε διάστημα χρόνων και χάθηκαν σε διάστημα δευτερολέπτων.
Ας είναι και έτσι. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο χρόνος δεν έχει καταφέρει να σβήσει τίποτα από όλα αυτά…Alley Zibe!
Κείμενο: Μιχάλης Στύλλας - Φωτό: Θ.Χ.
Τρίτη 12 Μαΐου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Ο δρόμος προς τα αστέρια κινείται πάντα πάνω σε μία κόψη... Δεν ξέρω αν κανείς μπορεί να αποδώσει με λόγια ή ακόμα και με εικόνες τα συναισθήματα, που διαπερνούν το σχοινί που μας δένει. Αυτό που ξέρω είναι ότι τίποτα δε σταματάει τις ανάσες μας να σιγοψιθυρίζουν:
Μέχρι την τελευταία σχοινιά... για πάντα
Σχοινοσύντροφοι...
Hasta la victoria siempre...
Δημοσίευση σχολίου