Πριν από τέσσερα χρόνια περίπου, όψιμος άνδρας στα 32 μου έστρεψα το βλέμμα μου σε μία διαδρομή του ΕΟΣ Αθηνών. Κόψη του Μπαρμπαλά, Σεπτέμβρης του 2005 αν θυμάμαι καλά. 8 ώρες ανάβαση μέσα στην άγρια αγκαλιά του Ολύμπου. Από μικρός ήθελα να περπατήσω πάνω στα βουνά μας. Λίγο οι ιστορίες που ακούγαμε στο σχολείο για τους αρματωλούς και τους κλέφτες, λίγο το ταπεινό αριστερό προφίλ της οικογένειας μου, που στα γλέντια της, λάτρευε να εξιστορεί ιστορίες με αντάρτες που ζούσαν ελεύθερα από ραχούλα σε ραχούλα και κατατρόπωναν το φασισμό, λίγο οι ιστορίες σαν του Ασπροδόντη αλλά και τα ντοκυμαντέρ για τη ζωή μυθικών εξερευνητών όλα αυτά σπρώχναν το βλέμμα μου πάνω ψηλά στον ουρανό, εκεί που τα βουνα ξεσκίζουν τους εφιάλτες των ανθρώπων, δίνοντας πνοή στο όνειρο.
Θυμάμαι ακόμα τη γιαγιά μου να μας πηγαίνει μικρές εκδρομές στους γύρω από την Κοζάνη λόφους, μεταδίδοντας μας την αγάπη για το περπάτημα και το φευγιό. Λίγο ψωμί λίγο τυρί και βουρ για το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Συχνά σκαρφαλώναμε σε δέντρα ή βράχους υποδυόμενοι μεγάλους αναρριχητές, που φτάναν στις κορυφές του κόσμου, ή αντάρτες που αιφνιδίαζαν τον εχθρό μεταφέροντας την ελπίδα στα πιο ψηλά σημεία του κόσμου.....
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, και το μόνο που μου είχε μείνει ήταν η φυγή... από έναν κόσμο που μάτωνε τα δέντρα που σκαρφαλώσαμε. Η έξοδος από ένα σκηνικό, που δεν είχαμε στήσει εμείς, δεν το θέλαμε, δεν μας ανήκε... Αλκοόλ, τσιγάρα, πνίξιμο μέσα στη σκόνη των πόλεων, απομόνωση, εξαρτήσεις από ουσίες ψυχικές, πολιτικές, και κοινωνικές...
Πανεπιστήμιο, μεταπτυχιακά, προσπάθεια για καριέρα, συμβιβασμοί με τα αφεντικά, δεξιά και αριστερά... κατέντησα το όνειρο που είχα από παιδί για ελευθερία, ένα βιογραφικό κωλόχαρτο, να μαζεύω σημεία καριέρας...
Θυμάμαι το μεγαλύτερο τρυπάκι που έφαγα ήταν αυτό της ψευδαίσθησης ότι μπορώ να εξελίξω τον εαυτό μου μέσα στον κόσμο των μάνατζερ, να ενταχθώ σε μία μηχανή... να γίνω ένα από τα γρανάζια της, που λατρεύουν να κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους, σε μία ομοιόμορφη, μονότονη κίνηση γύρω από έναν καθρέφτη ματαιοδοξίας και αυταρέσκειας. “Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, πες ποιος είναι ο πιο επιτυγχημένος της ημέρας;”
Και το χειρότερο είναι ότι υπέθεσα πως αυτή η ένταξη μου μπορούσε να πραγματοποιηθεί με ένα διαφορετικό από τα καθιερωμένα στυλ. Ανθρώπινο μανατζμεντ, διοίκηση ολικής ποιότητας, συμμετοχικό μάνατμεντ, μερικά από τα στυλ που καλύπταν τον περιβόητο “πόλεμο όλων εναντίων όλων” του Hobbes.
Τελικά απογοήτευσα τους ηγεμόνες φόβους μου. Δεν μου πήγαινε αυτή η ιστορία... δεν μου καλοστεκόταν οι πολυθρόνες πίσω από τα γραφεία, τα κυριλέ ιβεντ, οι σαδομαζοχιστικές παρέες νεαρών αφεντικών, τα μεινστριτ πάρτυ σε ροκ-κωλάδικα κλαμπ των Αθηνών. Δεν μου ταίριαζε να σχεδιάζω το μέλλον των υπηκόων της αυτοκρατορίας, χωρίς να λογαριάζω τις ζωές τους.
Και αποφάσισα να κάνω τη φυγή μου δρόμο... φορτώθηκα λοιπόν το πρώτο μου σακίδιο, ένα ζευγάρι μπότες και πήρα τα βουνά... κάπου στα τριάντα λίγο μετά το στρατό.
Ανάβαση στην ανάβαση έφτασα μπροστά στην κόψη του Μπαρμπαλά. Στο δρόμο μέχρι εκεί συνάντησα κάθε καρυδιάς καρύδι πάνω στο βουνό. Γρήγορα ξεχώρισα κάτι εξτριμ τυπάδες, βγαλμένους από εξώφυλο του Hitech γεμάτους γκάτζετς και ιστορίες να σου πουν, για τις μεγάλες αναβάσεις σε ραχούλες της Ελλάδας, για το ανεβοκατέβασμα των μετοχών, για τον κατακτητικό τους πόλεμο ενάντια σε κάθε κορυφή, σε κάθε διαδρομή του βουνού. Μέσα στα μάτια τους διέκρινα τους ηγεμόνες της καθημερινότητας μας, που ισοπεδώνουν ό,τι βρεθεί στο δρόμο τους για την επιτυχία.
Βέβαια υπήρχαν και οι άλλοι, οι ρομαντικοί, οι τύποι του ελάχιστου, που με λίγο ψωμί και λίγο τυρί, μια χούφτα ξηρούς καρπούς, ένα ζευγάρι μπότες και με ελάχιστα υλικά, κάναν το όνειρο πραγματικότητα, σεβόμενοι πάντα το μονοπάτι, το βράχο, τον καιρό, όλα εκείνα τα στοιχεία της προσωπικότητας ενός βουνού. Ναι σχοινοσύντροφοι κάθε βουνό έχει την προσωπικότητα του, και όπως και να το κάνουμε αυτό ξέρει περισσότερα από εμάς. Είναι εκεί εκατομμύρια χρόνια να μας θυμίζει την μικρότητα μας.
Εκεί λοιπόν ψηλά στον Μπαρμπαλά κάνοντας ένα λάθος βήμα, που παραλίγο να μου κοστίσει αποφάσισα να μπω πιο βαθιά στον κόσμο της ορειβασίας. Αν μη τι άλλο έπρεπε να μάθω να περπατώ και να δένομαι και σε κανένα σχοινί όταν χρειάζεται. Σε όλην την πορεία είχα στο πλευρό μου τον Κωνσταντίνο Κ. (κατά κόσμο Γιατρούλη), που μόλις είχε βγάλει τη σχολή αρχαρίων και μοιραζόταν μαζί μου σκέψεις για το βουνό, τη ζωή, τη δουλειά, τη φιλία, τις γυναίκες μας, τη φιλοσοφία, τον κόσμο. Ο Γιατρούλης μόλις είχε τελειώσει τη σχολή αναρρίχησης αρχαρίων και με παρότρυνε εξηγώντας με έναν λεπτομερή ιατρικό επιδέξιο χειρισμό του λόγου του να ασχοληθώ περισσότερο. Το' χει αυτό ο Γιατρούλης... Η συνταγή δόθηκε, ο ασθενής σώθηκε και τα βουνά κέρδισαν έναν μέτριο ορειβάτη. (και αυτό δεν είναι μετριοφροσύνη)
Μάϊος 2009....
Τρία χρόνια και κάτι μήνες μετά. Μετά από αρκετές μπύρες στην κατασκήνωση βάσης των Μετεώρων, οι σχοινοσύντροφοι έχουν αποσυρθεί στους υπνόσακους τους για ροχαλητό σκαρφάλωμα στη σκαλίτσα του Ορφέα, κι εγώ μόνος κάτω από το υπόστεγο σκαρώνω σκέψεις για το ταξίδι μου στην αγκαλιά των βουνών. UB 40 red red wine και αναπόληση... Τελευταία διαδρομή μία κόψη που τη σκαρφάλωνα παρέα με δύο συντρόφους και όλους τους φόβους του πολιτισμού μας. Βήμα βήμα πιάσιμο το πιάσιμο, σκαρφαλώναμε ήρεμα για να αγγίξουμε τον ορίζοντα του ουρανού σε ένα ακόμα του σημείο. Έτσι απλά χωρίς σκοπιμότητες μικροί Σίσυφοι που δε θέλαν τίποτα άλλο παρά μόνο να απολαύσουν το δρόμο πάνω από τις στέγες του Καστρακίου. Γιατί ξέρετε καθόλη τη διάρκεια μιας διαδρομής αυτό που κερδίζουμε δεν είναι ένας ακόμα βαθμός στο βιογραφικό μας, ένας ακόμα τίτλος στη ζωή αλλά η ευχαρίστηση του να ζεις κάθε μικρό ή μεγάλο πιάσιμο, σε κάθε βήμα προς τα πάνω.
Κάθε δύσκολο πέρασμα δεν το σκαρφάλωνα μόνος. Ήταν εκεί ο σχοινοσύντροφος να μου δώσει το σήμα, να φυσήξει τους φόβους μου και χαμογελώντας παρέα στο κενό, να αδράξουμε τη μέρα. Είμασταν σύντροφοι δεμένοι παρέα στον κοινό ομφάλιο λώρο, που τάϊζε κουράγιο και όνειρο την συντροφιά μας. Είτε πρώτος είτε δεύτερος, είτε στο ρελέ είτε στο ραπέλ, γυρνώντας τα σκοινιά, σε όλες τις στιγμές μοιραζόμαστε στα ίσια τη σχοινιά, τα υλικά, το νερό και το κολατσιό, τα όνειρα και τους εφιάλτες μας, τις ζωές μας ολόκληρες. Είναι παράξενο πόσο εύκολα και χωρίς πολλά λόγια καταφέρνουμε σε μερικές σχοινιές αυτό που πολιτισμοί και θεωρίες σχεδιάζαν χρόνια να δημιουργήσουν. Αλληλεγγύη, συνεργασία, κοινοκτημοσύνη και συλλογικότητα.
Και στο τέλος της διαδρομής μια συντροφική αγκαλιά, ένα ευχαριστώ στο σχοινοσύντροφο, ένα ζεστό τσάι είναι η επιβράβευση της σισύφειας προσπάθειας μας. Χωρίς κομπασμούς και αυτοκολακεύσεις, σχεδιάζουμε την επόμενη προσπάθεια. Γιατί εμείς δε πολεμάμε για να κατακτήσουμε, δεν διοικούμε για να πετύχουμε. Εμείς απλά σκαρφαλώνουμε τσουλώντας το όνειρο όλο και πιο ψηλά. Εκεί που είναι η θέση του, ψηλά στα βουνά, πάνω από τις στέγες των ανθρώπων....
Σχοινοσύντροφοι σας ευχαριστώ... μέχρι την τελική σχοινιά για πάντα.
Κείμενο-Φωτογραφίες: Theodor Saras
Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου